Την ημέρα που άνοιξαν ξανά τα σχολεία για την Γ’ Λυκείου, η Θεοδώρα Παντελιού ξύπνησε ξημερώματα. Τα δυο της παιδιά, εννιά και δώδεκα χρόνων, κοιμόντουσαν ακόμα, το ίδιο και ο σύζυγος της που είχε πάρει άδεια για να εργάζεται από το σπίτι αφού τα Δημοτικά παρέμεναν κλειστά και δεν υπήρχε κανείς άλλος να τα προσέχει. Εκείνη ετοιμάστηκε γρήγορα και ξεκίνησε για το 1ο Γενικό Λύκειο Χολαργού. Επτά το αργότερο έπρεπε να είναι εκεί. Εδώ και δυο χρόνια κάνει αυτή την διαδρομή αλλά πρώτη φορά είχε άγχος. Ένιωθε πως η δουλειά της έχει πλέον άλλη βαρύτητα. Η ίδια είναι ηχολήπτρια αλλά όταν έγιναν περικοπές στον ραδιοφωνικό σταθμό που εργαζόταν και απολύθηκε, βρήκε δουλειά στην υπηρεσία καθαριότητας του σχολείου.
Οι οδηγίες που είχε λάβει ήταν σαφείς και αυστηρές. Η σχολαστική καθαριότητα θα ήταν το κλειδί για την ασφάλεια των μαθητών και εκπαιδευτικών. Στο δικό τους σχολείο όμως δεν προβλεπόταν να έρθει ειδικό συνεργείο απολύμανσης. Μαζί με μια ακόμη συνάδελφο και ό,τι καθαριστικά είχαν διαθέσιμα είχαν ξεκινήσει πέντε ημέρες νωρίτερα να μπαίνουν και να καθαρίζουν μία μία τις αίθουσες που είχαν μείνει κλειστές για δυο μήνες λόγω κορονοϊού. Ήταν και μια πρόβα για να δουν πόση ώρα χρειάζεται κάθε χώρος με τα νέα πρωτόκολλα. Με το που θα επέστρεφαν οι μαθητές θα έπρεπε εκείνες τουλάχιστον δυο φορές την ημέρα να καθαρίζουν όλο το σχολείο και πολλές περισσότερες τα αντικείμενα ή τις επιφάνειες που χρησιμοποιούνται συχνά όπως πόμολα, σκάλες, βρύσες κλπ.
Η αποστολή τους ήταν ακόμα πιο δύσκολη γιατί στο συγκεκριμένο σχολείο είχαν ξεκινήσει έργα ανακαίνισης. Και μπορεί το κομμάτι στο οποίο θα συνεχίζονταν οι εργασίες να είχε απομονωθεί, αναπόφευκτα όμως υπήρχε σκόνη.
Πολύ νωρίτερα από την συνηθισμένη ώρα προσέλευσης, έφτασε και η καθηγήτρια Μαίρη Χότζογλου. Και εκείνη είχε ξυπνήσει αγχωμένη. Είχαν συμφωνήσει με τον σύζυγο της για όσο διάστημα δίδασκε να απομονωθεί τελείως, ξεκινούσε μια άλλης μορφής καραντίνα. Εκείνη την ημέρα είχε γενέθλια, έκλεινε τα 63. Σκέφτηκε πολλές φορές στον δρόμο να σταματήσει σε ένα ζαχαροπλαστείο για να κεράσει τους μαθητές και συναδέλφους όπως έκανε πάντα τα 38 χρόνια που δίδασκε. Αποφάσισε όμως πως μάλλον δεν είχε πολύ νόημα. Θα ήταν σίγουρα ελάχιστοι στο σχολείο εκείνο το πρωί, ίσως δεν ήταν και τόσο ασφαλές. Αναρωτιόταν μήπως δεν επιτρεπόταν καν.
Μπαίνοντας στο σχολείο αισθάνθηκε ένα σφίξιμο. Είχε πάρει μια δύσκολη απόφαση: Να βγει στην σύνταξη. Από τον Σεπτέμβριο το σκεφτόταν. Μετά τα Χριστούγεννα είχε αποφασίσει όμως πως θα μαράζωνε μακριά από τους μαθητές της και πως θα παρέμενε στην θέση της για ένα χρόνο ακόμη. Ο κορονοϊός όμως άλλαξε τα σχέδια της: Πέρα από την αγωνία που ένιωθε για τον ιό, η εξ αποστάσεως διδασκαλία την είχε ζορίσει. Αρχικά, υπήρχε ένα τεχνικό πρόβλημα με τους κωδικούς της που άργησε να λυθεί και γενικότερα, δεν μπορούσε να προσαρμοστεί με την χρήση της πλατφόρμας. Κατέληξε να επικοινωνεί τηλεφωνικά με τους μαθητές της και να τους στέλνει υλικό μέσω του προσωπικού της email. Είχε στενοχωρηθεί όμως γιατί πάντα ήθελε να είναι μέσα στα πράγματα και να καινοτομεί. Συνήθιζε να φέρνει δημοσιεύματα από εφημερίδες και να παντρεύει την επικαιρότητα με την διδακτέα ύλη. Στους μαθητές άρεσε ο τρόπος και το μάθημα της. Τώρα, ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε πως είχε μεγαλώσει, πως ίσως είχε έρθει η στιγμή να αποσυρθεί.
Το πρώτο πράγμα που έκανε φτάνοντας στο σχολείο ήταν να πάει γρήγορα στην τουαλέτα των καθηγητών και να πλύνει καλά τα χέρια της. Έφτιαξε τον δεύτερο καφέ της ημέρας στο μικρό κουζινάκι και έβαλε ξανά αντισηπτικό. Στο πηγαδάκι που σιγά σιγά δημιουργήθηκε στην αίθουσα καθηγητών όλοι ήταν κάπως μουδιασμένοι. «Δεν καταλαβαίνω την διαφορά. Γιατί είναι υγειονομική βόμβα οι συναθροίσεις στην πλατεία και εδώ δεν είναι» είπε κάποιος. «Υπερβάλλεις, θα είναι λίγοι μαθητές, δεν θα έρχονται σε επαφή» του απάντησε κάποιος άλλος.
Στο σχολείο αυτό, ο μέσος όρος ηλικίας των καθηγητών είναι μεγάλος και η διευθύντρια, Ιφιγένεια Σχιστού, είχε να αντιμετωπίσει τους φόβους πολλών εξ αυτών. Σε αντίθεση με τους μαθητές που με μια απλή δήλωση ότι «ανήκουν σε ομάδα αυξημένου κινδύνου” ή ότι «έχουν άτομο στο οικογενειακό περιβάλλον σε ομάδα αυξημένου κινδύνου” μπορούσαν να μην έρθουν, για τους καθηγητές δεν ίσχυε το ίδιο (παρά μόνο εάν οι ίδιοι αποδεδειγμένα ανήκουν σε ομάδα υψηλού κινδύνου). Η ίδια προσπαθούσε να τους καθησυχάσει – θα τηρούνταν ευλαβικά όλες οι οδηγίες και άλλωστε από την τρίτη λυκείου η προσέλευση θα ήταν μικρή – παραδοσιακά τον τελευταίο μήνα πριν τις πανελλήνιες ελάχιστοι ερχόντουσαν έτσι και αλλιώς.
Δεν καταλαβαίνω την διαφορά. Γιατί είναι υγειονομική βόμβα οι συναθροίσεις στην πλατεία και εδώ δεν είναι
Εκείνο το πρωί η Σχιστού, με την βοήθεια της Θεοδώρας από την υπηρεσία καθαριότητας, έκανε μια τελευταία επίβλεψη στις τάξεις που μαζί είχαν διαμορφώσει. Άνοιξε τα παράθυρα για να αερίζονται οι αίθουσες και τσέκαρε τις αποστάσεις ανάμεσα στα θρανία. Το κουδούνι εκείνο το πρωί δεν χτύπησε, αλλά όσοι μαθητές είχαν φτάσει στο σχολείο μπήκαν στις τάξεις και στις 8:15 ξεκίνησε το μάθημα.
Το τμήμα της Μαίρη Χότζογλου κανονικά είχε 24 μαθητές. Εκείνην την ημέρα θα ερχόντουσαν οι μισοί για να τηρηθούν τα μέτρα προστασίας και οι υπόλοιποι μια άλλη μέρα της εβδομάδας. Σε εκείνο το πρώτο μάθημα τελικά ήρθαν πέντε. «Σας αγκαλιάζω από μακριά, μου λείψατε» τους είπε τρυφερά μπαίνοντας στην τάξη. Ένας μαθητής πλησίασε την έδρα για να βάλει στα χέρια του αντισηπτικό και εκείνη τραβήχτηκε. «Δεν πρέπει να ξεχνιόμαστε! Για εσάς το λέω, δεν θέλουμε να αρρωστήσετε πριν τις πανελλήνιες. Αλλά και για εμένα που είμαι και κάποιας ηλικίας» τους είπε και οι μαθητές γέλασαν. Και σε εκείνους είχε λείψει. Για περίπου 10 λεπτά συζήτησαν το πως βίωσαν την καραντίνα. Η Δέσποινα για παράδειγμα τους είπε πως είχε αγχωθεί. Δεν μπορούσε να οργανωθεί με τα διαβάσματα της και «είχε χάσει την μπάλα». Η Ιφιγένεια από την άλλη ομολόγησε πως πέρασε καλά: «Χόρτασα ύπνο, κατάφερα και διαβάσω και … γνώρισα τους γονείς μου» είπε και όλοι γέλασαν. «Όχι αλήθεια λέω! Δεν έχουμε ξαναπεράσει ποτέ τόσο χρόνο μαζί!» επέμεινε.
Χωρίς να το καταλάβουν, τα δυο κορίτσια είχαν φέρει τις καρέκλες τους πιο κοντά από ότι είχε σχεδιαστεί. Η Σχιστού που περνούσε από όλες τις τάξεις το παρατήρησε και τους ζήτησε να μετακινηθούν. Στο πρώτο διάλειμμα βγήκε μόνο δυο τμήματα στο προαύλιο. Προφανώς οι μαθητές ξεχάστηκαν και μέσα σε λίγα λεπτά δυο από τα παιδιά είχαν αγκαλιαστεί. Ένας καθηγητής τους φώναξε και εκείνοι τραβήχτηκαν γελώντας.
«Μην κοροϊδευόμαστε, παιδιά είναι, δεν μπορούν να τηρήσουν τις αποστάσεις» συμφώνησαν μεταξύ τους αργότερα οι καθηγητές με την διευθύντρια. Η Σχιστού όταν επέστρεψε στο γραφείο της, βρήκε γονείς να την περιμένουν για να της μιλήσουν, άλλοι τόσοι προσπαθούσαν να τη βρουν στο τηλέφωνο. Οι περισσότεροι αγωνιούσαν για την προστασία της υγεία των παιδιών τους, άλλοι για το κατά πόσο και πως έχει καλυφθεί η ύλη ιδιαίτερα στις δυο πρώτες τάξεις του λυκείου. Ένιωθαν πως στα δημόσια σχολεία της χώρας, η ποιότητα της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης σε μεγάλο βαθμό εξαρτιόταν από την καλή διάθεση του κάθε καθηγητή. «Σε κάποιες περιπτώσεις και του μαθητή» συμπλήρωσε η Σχιστού η οποία τους εξηγούσε πως πολλά παιδιά απλά δεν συμμετείχαν. Συμφώνησε πάντως πως πράγματι είχαν δημιουργηθεί κενά τα οποία θα προσπαθήσουν τώρα να αναπληρώσουν.
«Μην κοροϊδευόμαστε, παιδιά είναι, δεν μπορούν να τηρήσουν τις αποστάσεις» συμφώνησαν μεταξύ τους αργότερα οι καθηγητές με την διευθύντρια.
Αργότερα εκείνο το μεσημέρι μίλησε και με άλλους λυκειάρχες – συνέκριναν νούμερα προσέλευσης και τις δυσκολίες που είχαν αντιμετωπίσει (παρόμοια και τα δυο). Ήταν αργά το απόγευμα όταν κλείδωσε την καγκελόπορτα του σχολείου. Η πρώτη μέρα είχε τελειώσει. Κουραστικά μεν αλλά όλα είχαν πάει καλά – ή τουλάχιστον έτσι ήλπιζε. Ήταν μια πρόβα για τις επόμενες εβδομάδες (που θα ερχόντουσαν περισσότεροι μαθητές) ίσως και την επόμενη χρονιά. Όπως είχε πει στους καθηγητές της εκείνο το πρωί οι συνθήκες είναι πρωτόγνωρες, αλλά πρέπει να συνηθίσουν: «Δεν έχουμε τελειώσει με τον κορονοϊό. Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα το φθινόπωρο να ξαναπεράσουμε τα ίδια» τους είπε. Αυτό ένιωθε και η Μαίρη Χότζογλου και ήταν ένας επιπλέον λόγος που είχε αποφασίσει να βγει στην σύνταξη. Γιαυτό και εκείνη την ημέρα είχε τόσο ανάμεικτα συναισθήματα: Από την μια είχε χαρεί που είχε δει κάποιους από τους συναδέλφους και μαθητές της αλλά αλλιώς ονειρευόταν τους τελευταίους μήνες στο σχολείο. «Μου φαίνεται αδιανόητο που δεν θα μπορέσω να σας αγκαλιάσω για να σας αποχαιρετήσω» τους είχε πει φεύγοντας εκείνο το μεσημέρι.